- κατανεφώ
- κατανεφῶ, -όω (Α)καλύπτω με νέφη, σκοτεινιάζω («ὁ μὲν θολερὸς ἀήρ... κατενέφωσε τἀς ἀκρωρείας», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + *νεφῶ (αμάρτ. τ. τού ρ. νεφόομαι / -οῡμαι «καλύπτομαι από νέφη»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.